-
1 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение